- θαλασσοχαρής
- -ές και θαλασσόχαρος, -η, -οαυτός που χαίρεται να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. περι-χαρής, πολεμο-χαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.